- ἐπιτυλίττειν
- ἐπιτυλίσσωroll uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτυλίσσω — ἐπιτυλίσσω και αττ. τ. ἐπιτυλίττω (Α) 1. περιελίσσω, τυλίγω, περιστρέφω κάτι γύρω από άλλο 2. (για βιβλίο, πάπυρο) ξετυλίγω («ὥστε καὶ Ζωπύρῳ τῷ ῥήτορι ἀναγινώσκοντι ἐπιτυλίττειν», Διογ. Λαέρ.) … Dictionary of Greek